- ἀφιλοτιμία
- ἀφιλοτῑμίᾱ , ἀφιλοτιμίαwant of due ambitionfem nom/voc/acc dualἀφιλοτῑμίᾱ , ἀφιλοτιμίαwant of due ambitionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφιλοτιμία — η (Α ἀφιλοτιμία) [αφιλότιμος] νεοελλ. η έλλειψη φιλότιμου, αδιαντροπιά, αναισχυντία αρχ. η έλλειψη φιλοδοξίας … Dictionary of Greek
ἀφιλοτιμίας — ἀφιλοτῑμίᾱς , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem acc pl ἀφιλοτῑμίᾱς , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՄԵԾԱՐԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0202 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. ἁφιλοτιμία (անպատուասիրութիւն), τὸ ἁκόμπαστον a fastu et ostentatione alienum esse Չկամելն զմեծարանս եւ զյարգ. խորշումն ʼի փառաց եւ ʼի պատուոյ. նուաստութիւն. անփառութիւն. *Տե՛ս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αφιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει φιλότιμο, ο αδιάντροπος: Του είπα πολλά, αλλά αυτός είναι αφιλότιμος και δε νομίζω πως νοιάζεται. 2. συχνά με ελαφρότερη έννοια μομφής ή και χωρίς καμία μομφή: Βρε τον αφιλότιμο, τι έξυπνος που ’ναι. Ουσ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχυδερμία — η 1. η παχύτητα, το χόντρος του δέρματος: Τον ελέφαντα τον προφυλάγει από τους τραυματισμούς η παχυδερμία του. 2. μτφ., αναισθησία, αφιλοτιμία, απονιά: Η παχυδερμία ορισμένων ανθρώπων είναι εκνευριστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφιλοτιμίαν — ἀφιλοτῑμίᾱν , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)